φανταχτικός, -ή

φανταχτικός, -ή
φανταχτικός, -ή και -ιά, -ό επίρρ. φανταχτερός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φανταχτικός — ή, ό, Ν βλ. φανταστικός. επίρρ... φανταχτικά Ν φανταχτερά …   Dictionary of Greek

  • φανταστικός — ή, ό / φανταστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φανταχτικός ή, ό,και τ. θηλ. φανταστικιά, Ν [φαντάζω, ομαι] αυτός που αναφέρεται στην ψυχική λειτουργία τής φαντασίας, που συλλαμβάνεται με τη φαντασία νεοελλ. 1. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ανύπαρκτος …   Dictionary of Greek

  • φανταχτικά — Ν επίρρ. βλ. φανταχτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”